βιλλαρικός

βιλλαρικός
βιλλαρικός, ή, όν, perh. = Lat.
A villaticus, POxy.1026.12 (v A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βηλαρικός — βηλαρικός, ή, όν (AM) (Μ και βιλλαρικός) χωριάτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βηλαρικός < βηλάρι, ενώ ο τ. βιλλαρικός < λατ. villaris, villaticus «αυτός που ανήκει σε αγρόκτημα, έπαυλη» < villa «μικρή αγροτική κατοικία, αυλή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”